- ετεροχειρία
- η [ετερόχειρ]ιατρ.1. η ιδιότητα τού ετερόχειρος, το να έχει κανείς ένα μόνο χέρι ή το να χρησιμοποιεί καλά μόνο το ένα χέρι2. ιατρ. διαταραχή τής αισθητικότητας, κατά την οποία ένας ερεθισμός σε ένα σημείο τού δέρματος, π.χ. στη δεξιά κνήμη, γίνεται αντιληπτός στο συμμετρικό με αυτό σημείο τού δέρματος, π.χ. στην αριστερή κνήμη συνών. αλλοχειρία.
Dictionary of Greek. 2013.